- τεσσερακονταεννέα
- οἱ, αἱ, τὰ, Αάκλ. (απόλ. αριθμτ.) βλ. τεσσαρακονταεννέα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεσσαρακονταεννέα — και τεσσερακονταεννέα, οἱ, αἱ, τὰ, Α άκλ. (απόλ. αριθμ.) σαράντα εννέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα / τεσσεράκοντα + ἐννέα] … Dictionary of Greek